- Ιππόβινος
- Ἱππόβινος, ὁ (Α)(κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» — ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + βινώ «συνουσιάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.